παπαδαριό

παπαδαριό
calotte

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παπαδαριό — το πλήθος παπάδων, ο κλήρος γενικά, το ιερατείο, αλλ. παπαδομάνι, παπαδολόι: Στην κηδεία του δεσπότη μαζεύτηκε όλο το παπαδαριό της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδολόι — το βλ. παπαδαριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”